ονάτωρ

ονάτωρ
ὀνάτωρ, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ονήτωρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀνάτωρ — ὀνά̱τωρ , ὀνήτωρ beneficial masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονήτωρ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Πατέρας του Φρόντιδα, κυβερνήτη του πλοίου του Μενέλαου, του οποίου την προσωπογραφία φιλοτέχνησε ο μεγάλος ζωγράφος Πολύγνωτος σε τοιχογραφία στη λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς. 2. Ιερέας του Δία στο όρος Ίδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”